- εὐκατάβλητος
- εὐκατά-βλητος, ον,A easily overthrown, Eust. 1055.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, ον) αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα βλητος (< κατα βάλλω), πρβλ. α κατά βλητος] … Dictionary of Greek
εὐκατάβλητον — εὐκατάβλητος easily overthrown masc/fem acc sg εὐκατάβλητος easily overthrown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)